- λάψ
- λάψindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ВЕТРЫ — • Venti. I. В физическом отношении. В., подразделявшиеся на морские и береговые (τροπαι̃οι, altani ab alto и α̉πόγειοι, apogei), по силе своей бывают или обыкновенные В., άνεμοι, venti, или бури, χειμω̃νες, θύελλαι, procellae, и… … Реальный словарь классических древностей
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek